ὄλβιος

ὄλβιος
ὄλβιος, ον Tz.H.1.600, but usu. α, ον, as Pi.O.13.4, E.Alc.452 (lyr.), Or.1338 : ([etym.] ὄλβος) :
I of persons, happy, blest, esp. with reference to worldly goods,

οἶκον . . ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν Od.17.420

, cf. Il.24.543
(nowhere else in Il.), etc. ;

εὐδαίμων τε καὶ ὄ. Hes.Op.826

;

χρήμασι ὄ. Hdt.8.75

;

μέγα ὄλβιος Id.6.24

;

Πριάμου τοῦ μέγ' ὀλβίου E.Hec.493

;

τοῖς ὀλβίοις A.Ag.941

;

ὄ. δῶμα Pi.N.9.3

;

τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Id.O.13.4

; also of more than mere outward prosperity, Hdt.1.30-2.
2 generally, happy, blessed,

ὄλβιον ξάνθαν ἐλάτηρα πώλων Alc.Supp.8.14

;

ὄλβιε Ζεῦ A.Supp.526

(lyr.) ;

Διὶ ὀ. εὐχαριστήριον CIG2017

(Thrac. Chers.), cf. JHS25.56 (Cyzic.);

ὄ. ὅστις ἰδών κτλ. Pi.Fr.137.1

, cf. Emp.132
, S.El.160 (lyr.), etc.: c. gen.,

ὄλβιαι ὀρχηθμοῦ AP9.189

;

ὄλβιε καὶ ζωῆς, ὄλβιε καὶ θανάτου Epigr.Gr.243.15

(Pergam.).
II of things, used by Hom. (only in Od.) always in neut. pl., θεοὶ δέ τοι ὄ. δοῖεν may they give thee rich gifts, Od.8.413 ; φίλα δῶρα, τά μοι θεοὶ . . ὄ. ποιήσειαν may they make them prosperous, 13.42 (also as Adv.,

τοῖσιν θεοὶ ὄ. δοῖεν ζωέμεναι

happily,

7.148

) ; so in Hdt.,

πάντα μεγάλα . . καὶ ὄ. 1.30

; εἴπας πολλὰ καὶ ὄ. ib.31 ; ταῦτα τὰ -ώτατά σφι νενόμισται ib.216. Adv.

-ίως S.OC1720

(lyr.) : irreg. [comp] Sup. ὄλβιστος, η, ον, Call.Lav.Pall.117, AP7.164 (Antip. Sid.), 1 (Alc. Mess.), 12.56 (Mel.), etc. : regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. ὀλβιώτερος, ὀλβιώτατος, Hdt.1.32,30,216.—Poet. word, rare in [dialect] Att. Prose, as Pl.Prt.337d ([comp] Sup.), Plu.2.58e, and Com., as Ar.Ec.1131.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὄλβιος — happy masc nom sg ὄλβιος happy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλβιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιώτερον — ὄλβιος happy adverbial comp ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιωτέρων — ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατα — ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατον — ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίως — ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc acc pl (doric) ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβιον — ὄλβιος happy masc acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg ὄλβιος happy masc/fem acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”